- συγκαθαγίζω
- Α1. κατακαίω συγχρόνως («κεραυνὸς ἐνσκήψας εἰς τὸν βωμὸν ἐπέφλεξε καὶ συγκαθήγισε τὴν ἱερουργίαν», Πλούτ.)2. συμμετέχω σε τελετή εξαγνισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + καθαγίζω «καίω νεκρό σώμα, προσφέρω σε θεό»].
Dictionary of Greek. 2013.